- σειριώ
- σειριῶ, -άω, ΝΑ, και σιριῶ Α [Σείριος]πάσχω από σειρίασηαρχ.1. (για τον ήλιο) καταφλέγω, καίω2. (για ίππο) πάσχω από τη νόσο σειρά*3. (κατά τον Ησύχ.) «φλεγμαίνεικαροῡται».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σειρίῳ — σείριος dog star masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CEA vel CEOS — CEA, vel CEOS insula iuxta Euboeam, Cos contracte dicitur ab Heraetide ac Diodero: A Romanis scriproribus, Virgilio, Ovidio, Plinio, Sallustio, apud Servium Cea; A Ptolemaeo Cia; A Lysea apud Suidam, et Aeliano de Auimalibus Cios, e Philone et… … Hofmann J. Lexicon universale
σειρίαση — η / σειρίασις, άσεως, ΝΜΑ, και σιρίασις Α [σειριῶ] βαριά μορφή ηλίασης νεοελλ. 1. απότομη προσβολή από νόσο, την οποία απέδιδαν, παλαιότερα, στον αστέρα Σείριο 2. (για ζώο) απότομη εξάντληση … Dictionary of Greek